- πεταρούδι
- το-ιού, το μικρό πουλί, ο νεοσσός: Όλα τα νήπια μαζεύτηκαν σαν πεταρούδια γύρω από τη δασκάλα τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεταρούδι — το, Ν 1. μικρό πουλί, νεοσσός που δοκιμάζει να πετάξει 2. το παιδάκι που αρχίζει να περπατάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταρίζω + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. ξεπεταρ ούδι] … Dictionary of Greek